- ορθοστατικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στην ορθοστασία ή προέρχεται από την ορθοστασία («ορθοστατική υπόταση»)2. φρ. «ορθοστατικό σύνδρομο»ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που εμφανίζονται μόνον σε όρθια ή καθιστική στάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθοστασία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ι. Φρονίστα].
Dictionary of Greek. 2013.